Τρίτη 19 Οκτωβρίου 2010

Henry Charles Bukowski

Τη Δευτέρα, 25 Οκτωβρίου
Στο  
Rockin' the Casbah
Χαριλάου Τρικούπη 13
Τιμάμε τα 90 χρόνια
Από τη γέννηση
του
Henry Charles Bukowski
Μουσικές: Dr Baba
Προβολές ταινιών
Φέρτε τα Αγαπημενα Σας Ποιήματα
Να τα διαβάσουμε στην μπάρα !!!
Από τις 7 το βράδυ!



Τετάρτη 15 Σεπτεμβρίου 2010

Poetry


[Λάβαμε από την ποιήτρια Αλεξάνδρα Μπακονίκα το ποίημα που ακολουθεί, και με χαρά το δημοσιεύουμε και εδώ. Από τις χειροποίητες λεπταίσθητες εκδόσεις Διαγώνιος]

Η ΕΙΚΟΝΑ

Η ψυχή σου με ηρεμεί
...και το σώμα σου μ' ελκύει,
και
δεν υπάρχει τίποτα μίζερο
και τιποτένιο
σε όσα έζησες σε ό,τι
είσαι.
Και αυτή είναι μια τέλεια εικόνα
για να σε απομονώσω
και
ν' αντιπαρέλθω το πάθος μου
για σένα
- όμως οι κινήσεις σου
κρύβουν
έναν ανυπέρβλητο, έναν ζωικό ερωτισμό
κι αυτό είναι η πιο
μεγάλη δυσκολία.

"Το γυμνό ζευγάρι" Διαγώνιος 1990

On Bukowski [Excellent Text written by Haralambos Giannakopoulos]




10 τρόποι να διαβάσουμε τον Μπουκόφσκι


1.      Ακούγεται ίσως παράξενο να λέγεται αυτό για έναν άνθρωπο που ψήφισε πρώτη φορά στη ζωή του σε ηλικία εβδομήντα σχεδόν χρονών και ο οποίος γράφει μια ποίηση από την οποία απουσιάζει σχεδόν παντελώς το α΄ πληθυντικό πρόσωπο, οφείλουμε ωστόσο να διαβάζουμε και να αντιμετωπίζουμε τον Τσαρλς Μπουκόφσκι πρωτίστως ως πολιτικό συγγραφέα. Γιατί είναι ένας από τους ελάχιστους συγγραφείς του 20ου αιώνα που έδωσαν φωνή και λογοτεχνική ύπαρξη στο, εν πολλοίς, βουβό και αόρατο προλεταριάτο της Αμερικής. Έχοντας γνωρίσει από πρώτο χέρι και στο πετσί του τις άθλιες συνθήκες εργασίας και ζωής της κατώτερης εργατικής τάξης, δεν παύει με την ποίηση και την πεζογραφία του να περιγράφει αυτή τη ζοφερή πραγματικότητα και αναδεικνύεται, έτσι, στον κατ’ εξοχήν εκφραστή της εργατικής τάξης θέτοντας στο κέντρο του έργου του έναν κόσμο εξαπατημένο, τρομοκρατημένο, αποβλακωμένο, εξευτελισμένο και υπαρξιακά ηττημένο από τις οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες που επικρατούν στον σύγχρονο καπιταλισμό – συνθήκες που από την εποχή του Μπαλζάκ και του Ντίκενς έχουν μεταβληθεί στην ουσία τους πολύ λιγότερο απ’ όσο έχουμε την τάση να πιστεύουμε.   

2.      Κι αν η αναγνώριση και περιγραφή εκ μέρους του Μπουκόφσκι αυτής της ξεκάθαρα ταξικής δομής της αμερικανικής κοινωνίας γίνεται με έναν λόγο ουδέτερο, ελάχιστα ρητορικό και καθόλου προγραμματικό, δεν ισχύει το ίδιο και για τη συνολική κριτική που ασκεί. Με κάθε σελίδα που γράφει ο Μπουκόφσκι κατεδαφίζει ένα κομμάτι του αμερικάνικου ονείρου. Στρέφεται συνειδητά τόσο με τον τρόπο ζωής του όσο και με το έργο του ενάντια στην υπερβολική κατανάλωση και στη συσσώρευση υλικών αγαθών, στρέφεται ενάντια στη μισθωτή εξουθενωτική και μονότονη εργασία, αρνείται την ιδεολογία της ατομικής επιτυχίας και της κοινωνικής ανόδου και ασκεί πολεμική στην ιεραρχική δομή της καπιταλιστικής κοινωνίας από την οπτική πλευρά, πάντα, της εργατικής τάξης. Η βασική του πολιτική του στάση, σύμφωνα με τον Russell Harrison, χαρακτηρίζεται από μια ηθική άρνησης της εργασίας, που δεν μπορεί παρά να φέρει στον νου την ανάλογη άρνηση του Αντρέ Μπρετόν, του Γκυ Ντεμπόρ και των συνοδοιπόρων τους.

3.      Στη Γαλλία του μεσοπολέμου, όπου κυρίως έδρασαν οι υπερρεαλιστές, και στη μεταπολεμική Γαλλία, όπου έδρασαν οι καταστασιακοί, αυτοί που κυρίως εφάρμοσαν το δόγμα της άρνησης κάθε μισθωτής εργασίας ήταν οι καλλιτέχνες και οι στοχαστές οι οποίοι το διατύπωσαν κιόλας. Στην προπολεμική, όμως, Αμερική της οικονομικής ύφεσης και στη μεταπολεμική Αμερική της ανάπτυξης ο Μπουκόφσκι βρήκε τους ήρωές του στις φτωχογειτονιές και στα μπαρ, στα παγκάκια των πάρκων και στις γωνίες των δρόμων, στα φτηνά ενοικιαζόμενα δωμάτια και στα φτωχοκομεία, στο περιθώριο δηλαδή της σύγχρονης κοινωνίας. Και γίνεται στο εξής ο κατεξοχήν χρονικογράφος αυτού του κόσμου, ένας ακάματος γεωγράφος και ηθογράφος του περιθωρίου της Πόλης των Αγγέλων. Οι αλήτες που συναντάει, συναναστρέφεται, παρατηρεί, συμπονάει και αντιπαθεί και τους οποίους περιγράφει σε ολόκληρο το έργο του είναι οι άνθρωποι που ενσαρκώνουν το ιδανικό πρότυπο ζωής για τον Τσαρλς Μπουκόφσκι: την ολοκληρωτική άρνηση κάθε εργασίας και κάθε συμμετοχής σε αυτή τη μορφή κοινωνίας.

4.      Με μια τέτοια άποψη για την πραγματικότητα, την κοινωνία και τη ζωή, που σε πολλές περιπτώσεις μετατρέπεται σε τρόπο ζωής για τον ίδιο, δεν είναι παράδοξο που ο Τσαρλς Μπουκόφσκι συχνά εμφανίζεται ως βασικός εκπρόσωπος της αντικουλτούρας των δεκαετιών του ’50 και του ’60 και το όνομά του φιγουράρει πλάι στα ονόματα του Γκίνσμπεργκ, του Μπάροουζ, του Κόρσο και των υπόλοιπων μπιτ συγγραφέων. Το έργο του, πράγματι, μπορεί να ενταχθεί στο μεγάλο αυτό κίνημα αμφισβήτησης, καθώς ο ίδιος αμφισβητεί και επιτίθεται με σφοδρότητα σε κάθε επιβαλλόμενη αυθεντία και σε κάθε εξουσία. Ξεκινώντας από τον πατέρα του, τον πρώτο που του γνώρισε το ωμό και ηλίθιο μίσος, και τους γιατρούς, που τον αντιμετώπισαν πάντα με αδιαφορία και απέχθεια, συνεχίζει με τους κατά καιρούς εργοδότες και επιστάτες που συνάντησε στις δεκάδες δουλειές που αναγκάστηκε να κάνει και δεν αφήνει, βέβαια, απ’ έξω ολόκληρο το ακαδημαϊκό και δημοσιογραφικό κατεστημένο, τους επαγγελματίες ποιητές και συγγραφείς, τους πολιτικούς καθώς και τους πλούσιους και διάσημους της κινηματογραφικής βιομηχανίας.  

5.      Την έντονη και δηκτική κριτική του, ωστόσο, δεν την αποφεύγουν και όλοι συλλήβδην οι εκπρόσωποι του μαζικού αυτού κινήματος αμφισβήτησης, είτε πρόκειται για τους γνωστούς και προβεβλημένους επαναστάτες και συγγραφείς της αντικουλτούρας είτε για τους κάθε λογής ανώνυμους ειρηνιστές, φεμινίστριες, αριστερούς, παιδιά των λουλουδιών, οπαδούς της ελεύθερης χρήσης ναρκωτικών και του ελεύθερου έρωτα. Γιατί η στάση του Μπουκόφσκι και η κριτική που αυτός ασκεί διαφέρουν από τη δική τους καταρχάς από τη θέση από την οποία επιχειρούνται – ο Μπουκόφσκι αρνείται, για παράδειγμα, τη στράτευση αλλά το κάνει αυτό στη διάρκεια του β΄ παγκοσμίου πολέμου, ενός πολέμου που είχε την καλή έξωθεν μαρτυρία εφόσον γινόταν κατά του ναζισμού, ενώ οι λογής αρνητές στράτευσης του πολέμου στο Βιετνάμ αντιτίθενται σε έναν πόλεμο που καμία συνείδηση δεν τον παραδεχόταν ως «καλό» και δικαιολογημένο. Επίσης, το ποτό, τα ναρκωτικά, ο αχαλίνωτος έρωτας, η χυδαία γλώσσα, η βία δεν προβάλλονται από τον Μπουκόφσκι ως μέσα μιας καλλιτεχνικής (και εν μέρει ελιτιστικής) απελευθέρωσης, αλλά ως καθημερινές εμπειρίες του περιθωρίου και της εργατικής τάξης από την οπτική γωνία των οποίων και περιγράφονται.     

6.      Ο Μπουκόφσκι εξάλλου κινείται ανάμεσα σε αυτούς τους ανθρώπους και ζει τη ζωή τους, γνωρίζει καλά την καθημερινότητά τους, τις διαφυγές τους, τις αγωνίες τους και τη σκέψη τους (ή την έλλειψη σκέψης τους), γιατί ο Μπουκόφσκι είναι ένας πλάνης, ένας flâneur, ένας καθημερινός κατάδικος της πρωτεύουσας, όπως έγραψε ο Λαφόργκ για τον Μπωντλαίρ. Κι ο Βάλτερ Μπένγιαμιν εξηγούσε: άφηνε το θέαμα του πλήθους να επιδρά πάνω του. Όμως εκείνο που τον γοήτευε βαθύτατα σ’ αυτό το θέαμα ήταν ότι, μέσα στη μέθη στην οποία τον βύθιζε, η τρομερή κοινωνική πραγματικότητα δεν εξαφανιζόταν. Παρέμενε στη συνείδησή του, με την έννοια βέβαια υπό την οποία οι μεθυσμένοι έχουν «ακόμη» συνείδηση πραγματικών καταστάσεων. Είτε βρίσκεται με τις ώρες σ’ ένα μπαρ και πίνει είτε καθημερινά στον ιππόδρομο και στοιχηματίζει είτε είναι στον δρόμο και περιφέρεται άεργος ή ακόμα και μες στο δωμάτιό του μόνος τις νύχτες, αυτό που κάνει ο Μπουκόφσκι είναι να παρατηρεί και να στοχάζεται την ανθρώπινη κατάσταση, την κοινή ανθρώπινη μοίρα και να την αποτυπώνει στο χαρτί με τον προσωπικό του «βρόμικο ρεαλισμό».   

7.      Ο ποιητής και αφηγητής των εκατοντάδων μικρών καταστροφών, προσωπικών και πανανθρώπινων, δημιουργεί με τη γραφή του μια ανθρώπινη κωμωδία, τόσο με την έννοια του έργου που αγκαλιάζει το σύνολο της ανθρώπινης ζωής όσο και με τη διαρκώς παρούσα σε αυτό διάσταση του χιούμορ. Γιατί η ποίηση και η πεζογραφία του Μπουκόφσκι είναι γεμάτες από αυτό το χιούμορ, που άλλοτε παίρνει τη μορφή του απελπισμένου γέλιου των καταδικασμένων και άλλοτε του προκλητικού γέλιου των οργισμένων, άλλοτε είναι το βιτριολικό χαμόγελο του σατιρικού και άλλοτε το καθαρό ατόφιο γέλιο που προκαλείται από τις μικρές ευτυχίες της καθημερινότητας. Συνδυάζοντας ο Μπουκόφσκι τη μικρή, καίρια και ευθύβολη φράση με την απερίφραστη βωμολοχία και την ακραία προγραμματική ειλικρίνεια δημιουργεί ένα μείγμα όπου το χιούμορ τινάζει τους σπινθήρες του σε κάθε γύρισμα της σελίδας. Είναι ένας Χέμινγουεϊ με μεταμοντέρνο γέλιο, καθώς τον χαρακτηρίζει ευφυώς η Julian Smith.

8.      Οι στιγμές όπου κατ’ εξοχήν εκδηλώνεται αυτό το μπουκοφσκικό χιούμορ βρίσκονται χωρίς αμφιβολία στις ερωτικές περιγραφές που αφθονούν στο έργο του και οι οποίες από την πρώτη κιόλας στιγμή της συγγραφικής του πορείας κέρδισαν την προσοχή του κοινού, κυρίως αρνητικά και σπανιότερα θετικά, και ως σήμερα δεν έχουν πάψει να αποτελούν εμπόδιο στην πλήρη αποδοχή της ποιητικής και αφηγηματικής αξίας του Μπουκόφσκι. Γιατί δεν υπάρχει αμφιβολία πως ο Μπουκόφσκι είναι σε μεγάλο βαθμό ένας ερωτικός συγγραφέας, στα βιβλία του οποίου άλλοτε περισσεύει η πορνογραφική και βωμολοχική διάθεση, άλλοτε παρασύρεται από τη γελοιογραφική και σαρκαστική του διάθεση και άλλοτε, όχι σπάνια, αποκαλύπτεται η ρομαντική ακόμη και μυστικιστική του ψυχή (στα δεκάδες ποιήματα που έχει αφιερώσει στην Τζέιν, παραδείγματος χάριν). Όπως σημειώνει ο David Charlson, είναι εν μέρει Δον Ζουάν και εν μέρει Κτήνος (από την Πεντάμορφη και το Κτήνος)· και εν μέρει ένας Ρωμαίος, θα προσθέταμε, πάντοτε όμως είναι ένας μεγάλος ερωτικός.

9.      Ο Μπουκόφσκι από την πρώτη στιγμή που εμφανίστηκε έχει διαβαστεί κι έχει γίνει αντικείμενο παρανόησης με πολλούς και ποικίλους τρόπους. Το έργο του έχει αποτελέσει αγαπημένο στόχο σφοδρών επιθέσεων εκ μέρους των κάθε λογής φεμινιστριών αλλά και εκ μέρους του ακαδημαϊκού και λογοτεχνικού κατεστημένου, το οποίο ευθύς εξαρχής τον αντιμετώπισε με αδιαφορία, περιφρόνηση και έκδηλη απέχθεια. Έχει χαρακτηριστεί χυδαίος, ακόλαστος, αθυρόστομος, βλάσφημος, βωμολόχος, πορνογράφος, τζογαδόρος, βίαιος, αλήτης, μισογύνης, σεξιστής, μισάνθρωπος, μεθύστακας, ναζιστής, απλοϊκός, κυνικός, με μια φράση: όνειδος για την οικογένεια, την κοινωνία και το έθνος, όπως προφητικά τον χαρακτήριζε ο πατέρας του. Και ως τέτοιος διαβάζεται από πολλούς ακόμα και σήμερα.

10.  Είναι καιρός όμως πια να τον διαβάσουμε ως αυτό που κυρίως είναι: ένας μεγάλος και πολυδιάστατος συγγραφέας που προσφέρει, συγχρόνως, αδιαμφισβήτητη αναγνωστική απόλαυση και παρηγοριά για την ανθρώπινη μοίρα, που με τον ρεαλισμό του απεικονίζει τη ζωή και την ύπαρξη όπως ακριβώς είναι και, με την ίδια κίνηση, δείχνει πως τις ίδιες πόρτες μπορούμε να τις ανοίξουμε και με διαφορετικό τρόπο και τους ίδιους δρόμους μπορούμε να τους βαδίσουμε με διαφορετικό βήμα. Ένας συγγραφέας που, αν και γράφει έχοντας ως αποκλειστικό σχεδόν θέμα και πρωταγωνιστή τον εαυτό του, αυτό που κατά βάση κάνει είναι να μιλάει για όλους τους ανθρώπους με τρόπο που λίγοι ως τώρα το έχουν πετύχει και να ασκεί κριτική σε οποιοδήποτε πρόσωπο ή θεσμό απειλεί να τσακίσει τον άνθρωπο.            

 Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος














Παρασκευή 10 Σεπτεμβρίου 2010

Love is a Dog from Hell

 

 

I Love My Friends, and My Friends Love Me 

(so I shall dedicate my book on His Majesty  

Henry Charles Bukowski 

to my Splendid Womanwife 

Eleanna 

and to my Good Friends).

Writting/Knitting



Writting is a shockingly common misspelling of writing.  When we pronounce the vowel i as a long vowel (as in write, writer, and writing), it is followed by one t, not two.  Only in written, where the i is short (as in kitten and mitten) do we have a double t.  If writting were correct, it would rhyme with knitting.

[I adore 'knitting'books, not 'writing'] 

Πέμπτη 9 Σεπτεμβρίου 2010

It is a mechanic of Life


I see the faces of greed, the hamburger faces. I see the faces in early dream and I see the faces later when the same nightmare returns. You cannot see this too often. It is a mechanic of Life [CB, 1967]

Help!!!


Dr Baba is writting a book on His Majesty Charles Bukowski
[With a little help from his friends!]

Για να γράψεις ένα βιβλίο για τον Charles Bukowski οφείλεις να έχεις συνθέσει Ποιήματα σαν κι αυτό!


Λίγο Πριν Αρχίσω Πάλι


Κορίτσι μου,
για σένα το γράφω εκείνο το βιβλίο
«για τα σένα το ’χτισα» που έλεγε κι ο λαϊκός.
Εξακόσιες πενήντα σελίδες και βάλε
για όλα τα χάδια από το γόνατο και πάνω!
Αμέ, αμ’ πώς για,
κι «αμ’ τι γαρ»
που ’λεγε κι ο Καρούζος
τότε, γύρω στα 1985,
ναι, τότε που κάναμε δικές μας
τις γυναίκες και τις πόλεις.
 (Τώρα οι πόλεις καταστράφηκαν πια,
μονάχα οι γυναίκες οι γενναίες
απόμειναν για τα τρελά μας γλέντια,
για τα αβρά μας ξεφαντώματα).

Κορίτσι μου,
πίνω το κρασάκι μου
και σ’ το γράφω εκείνο το βιβλίο
που μιλάει, που κλαίει, που γελάει
που ασθμαίνει, και γογγύζει, τραγουδάει,
εκείνο το βιβλίο που πατάει
σ’ όλα τα βιβλία που διάβασα
σ’ όλα τα βιβλία που αγάπησα
σ’ όλα τα βιβλία που λάτρεψα
μα πιο πολύ στους δύο τού Μίλερ Τροπικούς
στου Μάλκολμ το Ηφαίστειο
και  στου Εγέλου τη Φαινομενολογία.
Κι ακόμα, ανενδοίαστα κι αναίσχυντα
μα και ευλαβικά, με δέος έστω μεθυσμένο
και με μέριμνα, πες τη, σουρωμένη
αντλεί
απ’ όλα τα ωραία άσματα
της τζαζ τα ανυπέρβλητα κεράσματα
ναι, αντλεί κι απ’ του Σατί
τις λεπτεπίλεπτες ειρωνείες
κι απ’ του Τατί
τις εξαίσιες του χιούμορ μαγγανείες.

Είναι μακριά το Μαρούσι,
πιο μακριά κι απ’ το Παρίσι
για κάθε ερωτευμένο Ροβεσπιέρο,
είχα με πικρό μα αγέρωχο θράσος κάποτε αποφανθεί.
Και τώρα έρχεται του πράγματος η αλήθεια
να με κεντρίσει απρόσμενα
έρχεται να μου πει ότι καλά το είχα μιλήσει,
καλά το είχα γράψει,
και άλλωστε άλλοτε πάλι είχα δηλώσει πως
δεν καταδεχόμαστε να γράψουμε ό,τι δεν έχουμε ζήσει.
Είναι ένα στοίχημα κι αυτό
καθώς και όλα τ’ άλλα που έκανα και κάνω
τριάντα χρόνια τώρα
από την πυρωμένη εφηβεία μου και δώθε.

Γράφω λοιπόν σ’ εκείνο το βιβλίο
τα όσα έχω κάνει, τα όσα μπόρεσα να πω
τα όσα με ταξίδεψαν
μακριά απ’ τις κοιλάδες των δακρύων
μακριά από τα βλέμματα των αχρείων
μακριά απ’ τη χθαμαλότητα μυρίων και μυρίων
σ’ εκείνα τα μέρη όπου τα οδοφράγματα
είναι καμωμένα επιτέλους από άνθη
σ’ εκείνα τα ποιητικά τοπία όπου η ελευθερία είναι
της γνώσης η θυγατέρα, και της τόλμης,
όπου η ευγένεια είναι της σάρκας που ζητεί και θέλει εξαδέλφη
όπου μάνα της φρόνησης είναι η αμέριμνη καλοσύνη
και δίδυμη αδελφή της αφροσύνης είναι η περίσκεψη

Γράφω, το λοιπόν, πώς μπόρεσα,
καθώς και άλλοτ’ έλεγα,
να συνοψίσω τη ζωή μου
σε πέντε, έξι φράσεις (άλλων),
πώς κάποτε που μου έδειξαν μια πανώρια κατοικία
σ’ εκείνη τη συνοικία
που έχει τόσο κοσμήσει ο Πικιώνης,
άκουσα την ίδια μου την αυθάδεια
να λέει, «Άσε, έχω πιει τρεις τέτοιες!»
πώς κατάφερα να γράψω σελίδες πολλές
και γόνιμες, θαρρώ,
για όλους εκείνους που με έκαναν αυτό που είμαι,
σελίδες ευγνωμοσύνης για τον Κέρουακ και τον Μπάροουζ,
για τον Ντεμπόρ και τον Ντυσάν,
για τον Καρούζο και τον Βακαλόπουλο,
και τον Πάρκερ και τον Ρόλλινς μα και τον Κολτρέιν,
και άλλους τέτοιους άδολους τιτάνες.

Γράφω ακόμα για την ευκολία μου
να συγχωρώ τον εαυτό μου,
για την ανάγκη μου μόνος να μη μένω,
για τα τόσα δείπνα που κατέληγαν σε γλέντια αντάξια του Βιγιόν,
αλλά και, όπως το είπε ο άλλος, για πρωινά
που ήσαν συγκινητικά μα δύσκολα.
Γράφω για πόσο αγάπησα
και πόσο με αγάπησαν
ακόμα και άνθρωποι θαυμάσιοι που δεν ήμουν άξιός τους,
γράφω για το πόσο τυχερός αισθάνομαι
που μου έλαχαν όμορφοι φίλοι και γενναίες γυναίκες,
για την ωραία απερισκεψία όλων μας,
του περιβάλλοντός μου και εμού,
να γινόμαστε, ξανά και πάλι, και ξανά,
των βεβαιοτήτων (των άλλων)
δολιοφθορείς
και να εμμένουμε με έπαρση βουβή
στα όσα εμείς, και μόνο εμείς, θεωρούσαμε δικά μας.

Έρχομαι να σου μιλήσω, γράφοντας πόσο
λαμπρές ήσαντε κάποιες νύχτες που όλοι για σκοτεινές λογάριαζαν
ευθύς για να σου πω ότι ανάμεσα στα
αρίφνητα αστέρια πάντα ξέραμε ποιο μας χαμογελούσε
νεύοντάς μας να συνεχίσουμε όπως αρχίσαμε
νίβοντάς μας τ’ ανομήματα ώστε να πάμε καθάριοι γι’
άλλα
μακάριοι πελάτες του λυτρωτικού ολέθρου
ανενδοίαστα μειράκια της περίτεχνής μας τρέλας
ρήτορες της μεθυσμένης συμφοράς το μεσονύχτι
τακίμια κι αδέρφια θιασώτες του ανήμερου
ίμερου μιας νέας γεωγραφίας των παθών
ντριπλαδόροι των στερεοτύπων και της νυσταλέας σύμβασης
όμορφοι κομπιναδόροι και
υπέρ του καλού αθώοι συνωμότες.

Ω, ας τελειώσει εδώ το ποίημα,
εύμορφη από μικρή και νυν,
κορίτσι που μου γεμίζεις το τσιγάρο
και το ποτήρι μου ανάβεις,
ναι, ας τελειώσει εδώ το ποίημα
λίγο πριν αρχίσω
να γράφω και να ζω και πάλι!


Πλατεία Παπαδιαμάντη, Φεβρουάριος 2008