[Λάβαμε από την ποιήτρια Αλεξάνδρα Μπακονίκα το ποίημα που ακολουθεί, και με χαρά το δημοσιεύουμε και εδώ. Από τις χειροποίητες λεπταίσθητες εκδόσεις Διαγώνιος]
1.Ακούγεται ίσως παράξενο να λέγεται αυτό για έναν άνθρωπο που ψήφισε πρώτη φορά στη ζωή του σε ηλικία εβδομήντα σχεδόν χρονών και ο οποίος γράφει μια ποίηση από την οποία απουσιάζει σχεδόν παντελώς το α΄ πληθυντικό πρόσωπο, οφείλουμε ωστόσο να διαβάζουμε και να αντιμετωπίζουμε τον Τσαρλς Μπουκόφσκι πρωτίστως ως πολιτικό συγγραφέα. Γιατί είναι ένας από τους ελάχιστους συγγραφείς του 20ου αιώνα που έδωσαν φωνή και λογοτεχνική ύπαρξη στο, εν πολλοίς, βουβό και αόρατο προλεταριάτο της Αμερικής. Έχοντας γνωρίσει από πρώτο χέρι και στο πετσί του τις άθλιες συνθήκες εργασίας και ζωής της κατώτερης εργατικής τάξης, δεν παύει με την ποίηση και την πεζογραφία του να περιγράφει αυτή τη ζοφερή πραγματικότητα και αναδεικνύεται, έτσι, στον κατ’ εξοχήν εκφραστή της εργατικής τάξης θέτοντας στο κέντρο του έργου του έναν κόσμο εξαπατημένο, τρομοκρατημένο, αποβλακωμένο, εξευτελισμένο και υπαρξιακά ηττημένο από τις οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες που επικρατούν στον σύγχρονο καπιταλισμό – συνθήκες που από την εποχή του Μπαλζάκ και του Ντίκενς έχουν μεταβληθεί στην ουσία τους πολύ λιγότερο απ’ όσο έχουμε την τάση να πιστεύουμε.
2.Κι αν η αναγνώριση και περιγραφή εκ μέρους του Μπουκόφσκι αυτής της ξεκάθαρα ταξικής δομής της αμερικανικής κοινωνίας γίνεται με έναν λόγο ουδέτερο, ελάχιστα ρητορικό και καθόλου προγραμματικό, δεν ισχύει το ίδιο και για τη συνολική κριτική που ασκεί. Με κάθε σελίδα που γράφει ο Μπουκόφσκι κατεδαφίζει ένα κομμάτι του αμερικάνικου ονείρου. Στρέφεται συνειδητά τόσο με τον τρόπο ζωής του όσο και με το έργο του ενάντια στην υπερβολική κατανάλωση και στη συσσώρευση υλικών αγαθών, στρέφεται ενάντια στη μισθωτή εξουθενωτική και μονότονη εργασία, αρνείται την ιδεολογία της ατομικής επιτυχίας και της κοινωνικής ανόδου και ασκεί πολεμική στην ιεραρχική δομή της καπιταλιστικής κοινωνίας από την οπτική πλευρά, πάντα, της εργατικής τάξης. Η βασική του πολιτική του στάση, σύμφωνα με τον Russell Harrison, χαρακτηρίζεται από μια ηθική άρνησης της εργασίας, που δεν μπορεί παρά να φέρει στον νου την ανάλογη άρνηση του Αντρέ Μπρετόν, του Γκυ Ντεμπόρ και των συνοδοιπόρων τους.
3.Στη Γαλλία του μεσοπολέμου, όπου κυρίως έδρασαν οι υπερρεαλιστές, και στη μεταπολεμική Γαλλία, όπου έδρασαν οι καταστασιακοί, αυτοί που κυρίως εφάρμοσαν το δόγμα της άρνησης κάθε μισθωτής εργασίας ήταν οι καλλιτέχνες και οι στοχαστές οι οποίοι το διατύπωσαν κιόλας. Στην προπολεμική, όμως, Αμερική της οικονομικής ύφεσης και στη μεταπολεμική Αμερική της ανάπτυξης ο Μπουκόφσκι βρήκε τους ήρωές του στις φτωχογειτονιές και στα μπαρ, στα παγκάκια των πάρκων και στις γωνίες των δρόμων, στα φτηνά ενοικιαζόμενα δωμάτια και στα φτωχοκομεία, στο περιθώριο δηλαδή της σύγχρονης κοινωνίας. Και γίνεται στο εξής ο κατεξοχήν χρονικογράφος αυτού του κόσμου, ένας ακάματος γεωγράφος και ηθογράφος του περιθωρίου της Πόλης των Αγγέλων. Οι αλήτες που συναντάει, συναναστρέφεται, παρατηρεί, συμπονάει και αντιπαθεί και τους οποίους περιγράφει σε ολόκληρο το έργο του είναι οι άνθρωποι που ενσαρκώνουν το ιδανικό πρότυπο ζωής για τον Τσαρλς Μπουκόφσκι: την ολοκληρωτική άρνηση κάθε εργασίας και κάθε συμμετοχής σε αυτή τη μορφή κοινωνίας.
4.Με μια τέτοια άποψη για την πραγματικότητα, την κοινωνία και τη ζωή, που σε πολλές περιπτώσεις μετατρέπεται σε τρόπο ζωής για τον ίδιο, δεν είναι παράδοξο που ο Τσαρλς Μπουκόφσκι συχνά εμφανίζεται ως βασικός εκπρόσωπος της αντικουλτούρας των δεκαετιών του ’50 και του ’60 και το όνομά του φιγουράρει πλάι στα ονόματα του Γκίνσμπεργκ, του Μπάροουζ, του Κόρσο και των υπόλοιπων μπιτ συγγραφέων. Το έργο του, πράγματι, μπορεί να ενταχθεί στο μεγάλο αυτό κίνημα αμφισβήτησης, καθώς ο ίδιος αμφισβητεί και επιτίθεται με σφοδρότητα σε κάθε επιβαλλόμενη αυθεντία και σε κάθε εξουσία. Ξεκινώντας από τον πατέρα του, τον πρώτο που του γνώρισε το ωμό και ηλίθιο μίσος, και τους γιατρούς, που τον αντιμετώπισαν πάντα με αδιαφορία και απέχθεια, συνεχίζει με τους κατά καιρούς εργοδότες και επιστάτες που συνάντησε στις δεκάδες δουλειές που αναγκάστηκε να κάνει και δεν αφήνει, βέβαια, απ’ έξω ολόκληρο το ακαδημαϊκό και δημοσιογραφικό κατεστημένο, τους επαγγελματίες ποιητές και συγγραφείς, τους πολιτικούς καθώς και τους πλούσιους και διάσημους της κινηματογραφικής βιομηχανίας.
5.Την έντονη και δηκτική κριτική του, ωστόσο, δεν την αποφεύγουν και όλοι συλλήβδην οι εκπρόσωποι του μαζικού αυτού κινήματος αμφισβήτησης, είτε πρόκειται για τους γνωστούς και προβεβλημένους επαναστάτες και συγγραφείς της αντικουλτούρας είτε για τους κάθε λογής ανώνυμους ειρηνιστές, φεμινίστριες, αριστερούς, παιδιά των λουλουδιών, οπαδούς της ελεύθερης χρήσης ναρκωτικών και του ελεύθερου έρωτα. Γιατί η στάση του Μπουκόφσκι και η κριτική που αυτός ασκεί διαφέρουν από τη δική τους καταρχάς από τη θέση από την οποία επιχειρούνται – ο Μπουκόφσκι αρνείται, για παράδειγμα, τη στράτευση αλλά το κάνει αυτό στη διάρκεια του β΄ παγκοσμίου πολέμου, ενός πολέμου που είχε την καλή έξωθεν μαρτυρία εφόσον γινόταν κατά του ναζισμού, ενώ οι λογής αρνητές στράτευσης του πολέμου στο Βιετνάμ αντιτίθενται σε έναν πόλεμο που καμία συνείδηση δεν τον παραδεχόταν ως «καλό» και δικαιολογημένο. Επίσης, το ποτό, τα ναρκωτικά, ο αχαλίνωτος έρωτας, η χυδαία γλώσσα, η βία δεν προβάλλονται από τον Μπουκόφσκι ως μέσα μιας καλλιτεχνικής (και εν μέρει ελιτιστικής) απελευθέρωσης, αλλά ως καθημερινές εμπειρίες του περιθωρίου και της εργατικής τάξης από την οπτική γωνία των οποίων και περιγράφονται.
6.Ο Μπουκόφσκι εξάλλου κινείται ανάμεσα σε αυτούς τους ανθρώπους και ζει τη ζωή τους, γνωρίζει καλά την καθημερινότητά τους, τις διαφυγές τους, τις αγωνίες τους και τη σκέψη τους (ή την έλλειψη σκέψης τους), γιατί ο Μπουκόφσκι είναι ένας πλάνης, ένας flâneur, ένας καθημερινός κατάδικος της πρωτεύουσας, όπως έγραψε ο Λαφόργκ για τον Μπωντλαίρ. Κι ο Βάλτερ Μπένγιαμιν εξηγούσε: άφηνε το θέαμα του πλήθους να επιδρά πάνω του. Όμως εκείνο που τον γοήτευε βαθύτατα σ’ αυτό το θέαμα ήταν ότι, μέσα στη μέθη στην οποία τον βύθιζε, η τρομερή κοινωνική πραγματικότητα δεν εξαφανιζόταν. Παρέμενε στη συνείδησή του, με την έννοια βέβαια υπό την οποία οι μεθυσμένοι έχουν «ακόμη» συνείδηση πραγματικών καταστάσεων. Είτε βρίσκεται με τις ώρες σ’ ένα μπαρ και πίνει είτε καθημερινά στον ιππόδρομο και στοιχηματίζει είτε είναι στον δρόμο και περιφέρεται άεργος ή ακόμα και μες στο δωμάτιό του μόνος τις νύχτες, αυτό που κάνει ο Μπουκόφσκι είναι να παρατηρεί και να στοχάζεται την ανθρώπινη κατάσταση, την κοινή ανθρώπινη μοίρα και να την αποτυπώνει στο χαρτί με τον προσωπικό του «βρόμικο ρεαλισμό».
7.Ο ποιητής και αφηγητής των εκατοντάδων μικρών καταστροφών, προσωπικών και πανανθρώπινων, δημιουργεί με τη γραφή του μια ανθρώπινη κωμωδία, τόσο με την έννοια του έργου που αγκαλιάζει το σύνολο της ανθρώπινης ζωής όσο και με τη διαρκώς παρούσα σε αυτό διάσταση του χιούμορ. Γιατί η ποίηση και η πεζογραφία του Μπουκόφσκι είναι γεμάτες από αυτό το χιούμορ, που άλλοτε παίρνει τη μορφή του απελπισμένου γέλιου των καταδικασμένων και άλλοτε του προκλητικού γέλιου των οργισμένων, άλλοτε είναι το βιτριολικό χαμόγελο του σατιρικού και άλλοτε το καθαρό ατόφιο γέλιο που προκαλείται από τις μικρές ευτυχίες της καθημερινότητας. Συνδυάζοντας ο Μπουκόφσκι τη μικρή, καίρια και ευθύβολη φράση με την απερίφραστη βωμολοχία και την ακραία προγραμματική ειλικρίνεια δημιουργεί ένα μείγμα όπου το χιούμορ τινάζει τους σπινθήρες του σε κάθε γύρισμα της σελίδας. Είναι ένας Χέμινγουεϊ με μεταμοντέρνο γέλιο, καθώς τον χαρακτηρίζει ευφυώς η Julian Smith.
8.Οι στιγμές όπου κατ’ εξοχήν εκδηλώνεται αυτό το μπουκοφσκικό χιούμορ βρίσκονται χωρίς αμφιβολία στις ερωτικές περιγραφές που αφθονούν στο έργο του και οι οποίες από την πρώτη κιόλας στιγμή της συγγραφικής του πορείας κέρδισαν την προσοχή του κοινού, κυρίως αρνητικά και σπανιότερα θετικά, και ως σήμερα δεν έχουν πάψει να αποτελούν εμπόδιο στην πλήρη αποδοχή της ποιητικής και αφηγηματικής αξίας του Μπουκόφσκι. Γιατί δεν υπάρχει αμφιβολία πως ο Μπουκόφσκι είναι σε μεγάλο βαθμό ένας ερωτικός συγγραφέας, στα βιβλία του οποίου άλλοτε περισσεύει η πορνογραφική και βωμολοχική διάθεση, άλλοτε παρασύρεται από τη γελοιογραφική και σαρκαστική του διάθεση και άλλοτε, όχι σπάνια, αποκαλύπτεται η ρομαντική ακόμη και μυστικιστική του ψυχή (στα δεκάδες ποιήματα που έχει αφιερώσει στην Τζέιν, παραδείγματος χάριν). Όπως σημειώνει ο David Charlson, είναι εν μέρει Δον Ζουάν και εν μέρει Κτήνος (από την Πεντάμορφη και το Κτήνος)· και εν μέρει ένας Ρωμαίος, θα προσθέταμε, πάντοτε όμως είναι ένας μεγάλος ερωτικός.
9.Ο Μπουκόφσκι από την πρώτη στιγμή που εμφανίστηκε έχει διαβαστεί κι έχει γίνει αντικείμενο παρανόησης με πολλούς και ποικίλους τρόπους. Το έργο του έχει αποτελέσει αγαπημένο στόχο σφοδρών επιθέσεων εκ μέρους των κάθε λογής φεμινιστριών αλλά και εκ μέρους του ακαδημαϊκού και λογοτεχνικού κατεστημένου, το οποίο ευθύς εξαρχής τον αντιμετώπισε με αδιαφορία, περιφρόνηση και έκδηλη απέχθεια. Έχει χαρακτηριστεί χυδαίος, ακόλαστος, αθυρόστομος, βλάσφημος, βωμολόχος, πορνογράφος, τζογαδόρος, βίαιος, αλήτης, μισογύνης, σεξιστής, μισάνθρωπος, μεθύστακας, ναζιστής, απλοϊκός, κυνικός, με μια φράση: όνειδος για την οικογένεια, την κοινωνία και το έθνος, όπως προφητικά τον χαρακτήριζε ο πατέρας του. Και ως τέτοιος διαβάζεται από πολλούς ακόμα και σήμερα.
10.Είναι καιρός όμως πια να τον διαβάσουμε ως αυτό που κυρίως είναι: ένας μεγάλος και πολυδιάστατος συγγραφέας που προσφέρει, συγχρόνως, αδιαμφισβήτητη αναγνωστική απόλαυση και παρηγοριά για την ανθρώπινη μοίρα, που με τον ρεαλισμό του απεικονίζει τη ζωή και την ύπαρξη όπως ακριβώς είναι και, με την ίδια κίνηση, δείχνει πως τις ίδιες πόρτες μπορούμε να τις ανοίξουμε και με διαφορετικό τρόπο και τους ίδιους δρόμους μπορούμε να τους βαδίσουμε με διαφορετικό βήμα. Ένας συγγραφέας που, αν και γράφει έχοντας ως αποκλειστικό σχεδόν θέμα και πρωταγωνιστή τον εαυτό του, αυτό που κατά βάση κάνει είναι να μιλάει για όλους τους ανθρώπους με τρόπο που λίγοι ως τώρα το έχουν πετύχει και να ασκεί κριτική σε οποιοδήποτε πρόσωπο ή θεσμό απειλεί να τσακίσει τον άνθρωπο.
Writting is a shockingly common misspelling of writing. When we pronounce the vowel i as a long vowel (as in write, writer, and writing), it is followed by one t, not two. Only in written, where the i is short (as in kitten and mitten) do we have a double t. If writting were correct, it would rhyme with knitting.
I see the faces of greed, the hamburger faces. I see the faces in early dream and I see the faces later when the same nightmare returns. You cannot see this too often. It is a mechanic of Life [CB, 1967]